- νεογιλῆς
- νεογιλήςmasc/fem acc pl (attic epic doric)νεογιλήςmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)νεογῑλῆς , νεογιλόςnew-bornfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεογιλής — νεογιλής, ές (Α) ο νεογιλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεογιλός*, κατά τα επίθ. σε ής] … Dictionary of Greek
νεογιλῶν — νεογιλής masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) νεογῑλῶν , νεογιλός new born fem gen pl νεογῑλῶν , νεογιλός new born masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
νεογηλής — νεογηλής, ές (Α) ο νεογιλός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφαλμένη γραφή τού νεογιλής] … Dictionary of Greek
όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… … Dictionary of Greek